συμβελής

συμβελής
-ές, Α
χτυπημένος από πολλά βέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -βελής (< βέλος), πρβλ. εμ-βελής, κατα-βελής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συμβελῆ — συμβελής hit by several arrows at once neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) συμβελής hit by several arrows at once masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) συμβελής hit by several arrows at once masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βέλος — Όπλο σχήματος μικρού ακοντίου, συνήθως από ξύλο, λίγο περισσότερο μακρύ από μισό μέτρο, που ρίχνεται με το τόξο. Εκτός από το ακόντιο, το β. αποτελείται από δύο κύρια μέρη, την αιχμή και τη γλυφή. Η πρώτη, προορισμένη να χτυπά τον στόχο, στους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”